Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία

“Τα Χριστούγεννα χωρίς παιδικά κάλαντα μοιάζουν με Άνοιξη χωρίς χελιδόνια”

Ξημέρωνε η παραμονή των Χριστουγέννων. Η παγωνιά αποβραδίς  είχε παγώσει τα πάντα. Δεν είχα κλείσει μάτι καθόλου αυτή τη νύχτα. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς,  είχε πάρει φωτιά φέρνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό μου τα τελευταία λόγια του πατέρα μου προς τη μάνα μου χθες το απόγευμα, καθώς παστάλιαζαν τον καπνό.

-Γυναίκα μείναμε με πέντε δραχμές, και πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα δεν ξέρω!

Η μάνα μου σήκωσε το ήρεμο γλυκό της βλέμμα και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο.

-Μη στενοχωριέσαι, άντρα μου, κάτι θα γίνει και για μας, ο Θεός μεγάλος είναι, θα δεις!

Ο πατέρας μου, σκληρός εργατικός και περήφανος άνθρωπος, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, σηκώθηκε απότομα και κατέβηκε γρήγορα στην αυλή, τάχα για να κόψει ξύλα,  αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε να τον δει η γυναίκα του να δακρύζει. Κι εγώ στην άκρη του δωματίου έχοντας ανοιχτό το βιβλίο της Ιστορίας της Γ΄ Δημοτικού προσπαθούσα να διαβάσω. Η τελευταία όμως κουβέντα του πατέρα μου βυθίστηκε σαν μαχαιριά στην παιδική μου ψυχή. Από τη στιγμή εκείνη και μετά δεν μπορούσα να διαβάσω, αγκάθι μπήκε στο στήθος μου και το μάτωνε.

Οδηγός φορτηγού ο πατέρας μου χρόνια τώρα δούλευε αδιάκοπα αλλά  πριν από δύο μήνες στην αρχή του χειμώνα έμεινε άνεργος και τώρα απορούσε με ποιον τρόπο να παλέψει τις ανάγκες της οικογένειας. Το εισόδημα από τον καπνό ήταν λίγο κι αυτό θα εισπράττονταν την άνοιξη, στις καπνοπουλήσεις, μέχρι τότε τί θα γινόταν; Οι εποχές ήταν δύσκολες! Ο κόσμος χρήματα δεν είχε κι ο μπακάλης, κάθε φορά που με ’στελναν να ψωνίσω λίγες πατάτες, ζάχαρη, ελιές και λάδι, με κοίταζε στραβά μόλις του έβγαζα το τεφτέρι για να τα γράψει.

Τα μάτια μου ανοιχτά, περίμενα να ξημερώσει, δε με χωρούσε το στρώμα. Έξω μακριά στην άκρη του χωριού ακούστηκαν παιδικές φωνές  να φωνάζουν∙ δεν ήταν όμως, τις κατάλαβα γιατί τις άκουγα κάθε νύχτα∙ ήταν τα τσακάλια που ούρλιαζαν στο νυχτερινό τους κυνήγι. Μόλις άκουσα τον πατέρα μου να σηκώνεται πρωί – πρωί για να ανάψει την ξυλόσομπα για το παστάλιασμα του καπνού, σηκώθηκα κι άρχισα να ντύνομαι γρήγορα.

-Παιδάκι μου, ακόμη δεν ξημέρωσε, πού θα πας από τώρα για Κάλαντα; είπε η μητέρα μου, – χιονίζει έξω, ακόμη δεν ακούστηκαν παιδιά, περίμενε λίγο!

Εγώ όμως μόνον έβλεπα,  δεν άκουγα. Τα αυτιά μου άκουγαν τις τελευταίες λέξεις του πατέρα μου «-Γυναίκα μείναμε με πέντε δραχμές, και πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα δεν ξέρω!»  Κατάπια σχεδόν ένα πιάτο ζεστό βουνίσιο τσάι με βουτηγμένες μέσα  ξερές μπουκιές ψωμιού.

Σε λίγο ήμουν έξω στο χιόνι, φορούσα ένα παλιό σακάκι του αδερφού μου και τα παπούτσια μου που είχαν τρυπήσει από κάτω κι έπαιρναν νερό όταν έβρεχε. Φτάνοντας στο πρώτο σπίτι της γειτονιάς άρχισα να ψάλω τα Κάλαντα γρήγορα – γρήγορα, για να προλάβω να γυρίσω σε πολλά σπίτια πριν βγει ο ήλιος.

    -Παιδάκι μου νύχτα είναι ακόμη, είπε η γυναίκα που μ’ άκουσε και βγήκε να με χαρτζιλικώσει.                     

-Και τα λες πολύ γρήγορα, τι σ’ έπιασε;

-Ευχαριστώ, θεία, και του χρόνου!  είπα και έτρεξα μέσα στον δρόμο που τον είχε σκεπάσει  τώρα το χιόνι.  Πέρασε καμιά ώρα, όταν άρχισαν να ακούγονται κι άλλες παιδικές φωνές να ψάλλουν τα Κάλαντα των Χριστουγέννων.

«Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι  ορισμός σας

Χριστού τη θεία γέννηση να πω στο σπιτικό σας»24

Εγώ όμως μόνον έβλεπα,  δεν άκουγα. Τα αυτιά μου άκουγαν τις τελευταίες λέξεις του πατέρα μου «-Γυναίκα μείναμε με πέντε δραχμές, και πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα δεν ξέρω!» Είχα περάσει τα μισά σπίτια του χωριού και είχα ήδη στην τζέπη μου 59 δραχμές και πέντε δεκάρες, κουλούρια, καρύδια, μανταρίνια, φιρίκια και ξερά σύκα. Τώρα για να κάνω πιο γρήγορα έλεγα μόνο την αρχή και το τέλος από τα Κάλαντα.

-Πότε τα είπες κιόλας παιδάκι μου; έλεγαν οι γυναίκες των σπιτιών σαν άνοιγαν τις πόρτες για να μου δώσουν μισή δραχμή ή φρούτο ή γλύκισμα.                                       -Ευχαριστώ πολύ, και του χρόνου! έλεγα κομπιασμένα κι έτρεχα να προλάβω το επόμενο σπίτι, μη βγει ο ήλιος και δεν προλάβω να τα γυρίσω όλα.

 Ήμουν στα τελευταία σπίτια, όταν έσκασε η πρώτη ακτίνα του ήλιου πάνω από το μεγάλο βουνό. Τα πόδια μου μουσκεμένα είχαν παγώσει, τα χέρια μου κατακόκκινα κι η φωνή μου είχε βραχνιάσει από τις συνεχόμενες ψαλμωδίες.

-Ψούριαστε παιδιά, άιντε και του χρόνου νάστε γερά!

 είπε η τελευταία γιαγιά που βγήκε με λίγα καρύδια στο χέρι.

Ανέβηκα τις σκάλες του σπιτιού μας τρέχοντας, ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί μόνον η μάνα μου. Άνοιξα την πόρτα κι έψαξα τα μάτια της, να δω πως είναι. ΄Ετρεξα και την αγκάλιασα μ’ όση δύναμη είχα. Έπειτα έβγαλα τα κέρματα από τις τζέπες μου, 120 δραχμές και 3 δεκάρες, και  της τα ’βαλα στις χούφτες της.

– Μάνα, δώστα στον πατέρα, εγώ δεν τα χρειάζομαι!

Η μάνα μου δάκρυσε και με έσφιξε στην αγκαλιά της. Όλος ο κόσμος έγινε δικός μου! Αγάλλιασε η ψυχή μου, μέσα μου  πλημμύρισα από χαρά και περηφάνια.

Την άλλη μέρα ξημερώματα οι καμπάνες των Χριστουγέννων χτύπησαν και για μας, την Οικογένεια.

ΓΕΝΟΙΤΟ 2019

Απάντηση